Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Γ%^$ την πανσέληνο!

Με νέο αγαπημένο από τους Paramore!!!
Aν και παλιό των Paramore.

Καλό υπόλοιπο του μήνα, λοιπόν!.Ελπίζω όλοι να είστε καλά και να περνάτε τέλεια :)
xxx




Lyrics:

I Climb, I Slip, I Fall
Reaching for your hands
But I lay here all alone
Sweating all your blood
If I could find out how
To make you listen now
Because i'm starving for you here
With my undying love and I
....I will

Breathe for love tomorrow
Cos there no hope for today
Breathe for love tomorrow
Cos maybe there's another way

I Climb, I Slip, I Fall
Reaching for your hands
But I Lay Here All alone
Sweating all your blood
If I could find out how
To make you listen now
Because im staving for you here
With my undying love and I
....I Will

Breathe for love tomorrow
Cause theres no hope for today
Breathe for love tomorrow
cos maybe theres another way [x2]

I Climb, I Slip, I Fall
Into Your Empty hands
but I Lay Here All alone
Sweating all your blood

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

...Tap on my window, knock on my door...



Αγάπη αγώνας άδοξος


Να τρέχω λαχανιασμένη να προλάβω να φύγω
Πριν φύγεις εσύ, να μη με δεις έτσι


Πάντα σου απαντάω πριν με ρωτήσεις,

Το πρόσεξες?

Πρόσεξες τη σημαία που ανέμιζε στον πετρώδη λόφο απέναντι,
Μέσα από την ομίχλη?


Το σημείο μέσα στο σύννεφο που ετοιμαζόταν να κουτουλήσει το άλλο σύννεφο?

Αμέσως άστραψε


Μπορεί να μην το πρόσεξες


Ηταν talon

Η καρδιά σου μπορεί να ένιωσε ένα ξερίζωμα, μια αποκοπή.



Δεν ήταν η καταιγίδα
Απελπισία ήταν που μας έπνιξε.

Kαι η αληθινή βροχή εκείνη τη μέρα ήταν από τα δάκρυά μου.

Μπορεί να μην το πρόσεξες.

Δεν γνωρίζω, δεν γύρισα πίσω το κεφάλι
Αλλά σε όλο το δρόμο ευχόμουν να μπορούσα να γυρίσω με μια ματιά

Και να γινόσουν στάχτη
Να νόμιζα ότι ήταν ένας κακός εφιάλτης

Ας ξυπνούσα μετά.

Έπειτα όταν έφτασα αργά στο έρημο σπίτι τα παπούτσια ήταν γεμάτα λάσπες
Το μόνο που υπήρχε παντού τριγύρω ήταν σκοτάδι.





Τα μουσκεμένα μου μαλλιά με αηδίαζαν.
Πέταξα τη ζακέτα που είχες αγγίξει όταν με αγκάλιασες στο πάτωμα

Η απουσία σου αντηχούσε παντού.

O αγαπημένος σου πίνακας στον τοίχο αντίκρυ έλαμπε,
Λες και ζωντάνεψε το δάσος του ζητώντας χρεωμένες απαντήσεις.

Με κοιτούσε επίμονα.

Το σκοτεινό απρόσωπο τοπίο

Στοιχειωμένο για αιώνες
Βασίλειο της σιωπής της αφέλειας

της αγνότητας ίσως

Συνέχιζε να με κοιτάζει.

Πεισματικά τον κατέβασα και τον πέταξα με ορμή στο πάτωμα

-Κλειστά μάτια.

Ήλπιζα ότι το πάτωμα θα άνοιγε αποκαλύπτοντας την άβυσσο
Που θα ρουφούσε λαίμαργα τα περίεργα δέντρα

Tα αρχικά που είχαμε χαράξει πανω τους μαζί

Τις τύψεις και τη μισή καρδιά μου μαζί τους ίσως...




Πάει καιρός από τότε…
Τυφλά ζω.

Γκρι ο καιρός
Γκρι ο ορίζοντας
Γκρι οι άνθρωποι

Τίποτα απολύτως απόλυτο πλέον

Δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο
Μόνο μουτζούρες από δω και από κει.

Ανούσιοι ψύθιροι στα αυτιά

Ασθενές αεράκι, λίγη δροσιά

Για την κατά τα άλλα παγωμένη ζωή μου.

Νιώθω ότι ακόμα δεν άνοιξα τα μάτια μου,
Δεν έχω ανοίξει ακόμα την ψυχή μου σε άλλον.

Δεν θα το ήθελα, αλήθεια, να αρχίσει τις επίμονες ερωτήσεις...

Κάθε φορά, λοιπόν, που νομίζω ότι με ξέρω

πρέπει να αναρωτιέμαι ξανά.

Και δεν τις μπορώ, αλήθεια, τις επίμονες ερωτήσεις...